- υπωπιαζω
- ὑπωπιάζωὑπ-ωπιάζω1) подбить глаз
ὑπωπιασμένος Arst. — с подбитыми глазами, перен. Arph. израненный, измученный
2) перен. мучить, докучать Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπωπιασμένος Arst. — с подбитыми глазами, перен. Arph. израненный, измученный
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπωπιάζω — strike pres subj act 1st sg ὑπωπιάζω strike pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπωπιάζω — Α [ὑπώπιον] 1. χτυπώ κάποιον στο πρόσωπο και, ιδίως, κάτω από τα μάτια, μαυρίζω σε κάποιον το μάτι 2. μτφ. α) βασανίζω β) δαμάζω («ἀλλ ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ», ΚΔ) 3. παθ. ὑπωπιάζομαι α) έχω μαυρισμένο μάτι β) μτφ. πλήττομαι σφόδρα… … Dictionary of Greek
ὑπωπιάζῃ — ὑπωπιάζω strike pres subj mp 2nd sg ὑπωπιάζω strike pres ind mp 2nd sg ὑπωπιάζω strike pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωπιάσουσιν — ὑπωπιάζω strike aor subj act 3rd pl (epic) ὑπωπιάζω strike fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπωπιάζω strike fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωπιαζόμενον — ὑπωπιάζω strike pres part mp masc acc sg ὑπωπιάζω strike pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωπιαζόντων — ὑπωπιάζω strike pres part act masc/neut gen pl ὑπωπιάζω strike pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωπιάζει — ὑπωπιάζω strike pres ind mp 2nd sg ὑπωπιάζω strike pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωπιάζουσι — ὑπωπιάζω strike pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπωπιάζω strike pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωπιαζομένου — ὑπωπιάζω strike pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωπιαζόμενος — ὑπωπιάζω strike pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωπιασθείη — ὑπωπιάζω strike aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)